lambin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lambin | lambins |
θηλυκό | lambine | lambines |
lambin (fr)
- (παρωχημένο) αργός, αργοκίνητος
- Cet écolier est un lambin. - Αυτός ο μαθητής είναι αργοκίνητος.
- Cette fillette est une lambine. - Αυτό το κοριτσάκι είναι αργό.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lambin | lambins |
lambin (fr) αρσενικό
- ο μαλθακός άνθρωπος
- son lambin de frangin - ο μαλθακός αδερφός του
- Je n'ai pas vu d'homme plus lambin. - Δεν έχω ξαναδεί πιο μαλθακό άνθρωπο.