lafo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- lafo < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lafo | lafoj |
αιτιατική | lafon | lafojn |
lafo (eo)
- η λάβα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lafo | lafoj |
αιτιατική | lafon | lafojn |
lafo (eo)