labes
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
labes (en) (μόνο πληθυντικό)
Αναγραμματισμοί επεξεργασία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Σημασία 1
Ετυμολογία επεξεργασία
- labes < labor
Ουσιαστικό επεξεργασία
labes θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labes | labesēs |
γενική | labesis | labesum |
δοτική | labesī | labesibus |
αιτιατική | labesem | labesēs |
κλητική | labes | labesēs |
αφαιρετική | labese | labesibus |
Παράγωγα επεξεργασία
επεξεργασία
Σημασία 2
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
- β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος labo