léopard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
léopard | léopards |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαléopard (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η λεοπάρδαλη
- (συνεκδοχικά) η γούνα της λεοπάρδαλης
- (εραλδική) εραλδικό ζώο που μοιάζει με λιοντάρι