ενικός         πληθυντικός  
léopard léopards

  Ετυμολογία

επεξεργασία
léopard < leupart < λατινική leopardus < leo (λιοντάρι) + pardus (πάνθηρας)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /leɔpaʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

léopard (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) η λεοπάρδαλη
  2. (συνεκδοχικά) η γούνα της λεοπάρδαλης
  3. (εραλδική) εραλδικό ζώο που μοιάζει με λιοντάρι