Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

korligiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα korligiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας korligiĝas korligiĝanta korligiĝata
αόριστος korligiĝis korligiĝinta korligiĝita
μέλλοντας korligiĝos korligiĝonta korligiĝota
υποθετική korligiĝus - -
προστακτική korligiĝu - -

korligiĝi (eo)