konturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konturo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konturo | konturoj |
αιτιατική | konturon | konturojn |
konturo (eo)
- το περίγραμμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konturo | konturoj |
αιτιατική | konturon | konturojn |
konturo (eo)