konstruaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruaĵo | konstruaĵoj |
αιτιατική | konstruaĵon | konstruaĵojn |
konstruaĵo (eo)
- ne restas plu la antikva konstruaĵo - δεν υφίσταται πια το αρχαίο κτίσμα