konstelacja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstelacja | konstelacje |
γενική | konstelacji | konstelacji(/konstelacyj) |
δοτική | konstelacji | konstelacjom |
αιτιατική | konstelację | konstelacje |
οργανική | konstelacją | konstelacjami |
τοπική | konstelacji | konstelacjach |
κλητική | konstelacjo | konstelacje |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌkɔ̃w̃stɛˈlat͡s̑ʲja/
- ⓘ
Ετυμολογία επεξεργασία
konstelacja (pl) < λατινική constellatio < con + stella
Ουσιαστικό επεξεργασία
konstelacja (pl) θηλυκό
- (αστρονομία), (αστρολογία), (κοινά) ο αστερισμός