konsonanto
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- konsonanto < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsonanto | konsonantoj |
αιτιατική | konsonanton | konsonantojn |
konsonanto (eo)
- (γραμματική) το σύμφωνο