konfronto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfronto | konfrontoj |
αιτιατική | konfronton | konfrontojn |
konfronto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfronto | konfrontoj |
αιτιατική | konfronton | konfrontojn |
konfronto (eo)