Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

konduktor < γερμανική Konduktor < γαλλική conducteur

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃nˈduktɔr/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

konduktor (pl) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία