komparativo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- komparativo < komparativ- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komparativo | komparativoj |
αιτιατική | komparativon | komparativojn |
komparativo (eo)
- (γραμματική) ο συγκριτικός βαθμός