komedio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- komedio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komedio | komedioj |
αιτιατική | komedion | komediojn |
komedio (eo)
- η κωμωδία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komedio | komedioj |
αιτιατική | komedion | komediojn |
komedio (eo)