kojno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kojno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kojno | kojnoj |
αιτιατική | kojnon | kojnojn |
kojno (eo)
- η σφήνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kojno | kojnoj |
αιτιατική | kojnon | kojnojn |
kojno (eo)