kludge
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/klʌdʒ,kluːdʒ/
Ετυμολογία en επεξεργασία
λεξιπλασία της δεκαετίας του 1960: kludge
πιθανώς επηρεασμένο από τα bodge και fudge
Ουσιαστικό επεξεργασία
kludge (en)
- συνονθύλευμα, συσσωμάτωμα
- προχειροδουλειά άκομψου συνταιριάσματος συστατικών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- kludge στην αγγλική Βικιπαίδεια