klarneto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- klarneto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klarneto | klarnetoj |
αιτιατική | klarneton | klarnetojn |
klarneto (eo)
- (μουσικό όργανο) το κλαρινέτο