ενικός         πληθυντικός  
kitchen kitchens

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kitchen (en)

  • η κουζίνα, o χώρος όπου ετοιμάζονται και μαγειρεύονται οι τροφές
    ⮡  a kitchen with all modern appliances - κουζίνα με όλες τις σύγχρονες συσκευές
    ⮡  kitchen utensils - κουζινικά