kirurgo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kirurgo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kirurgo | kirurgoj |
αιτιατική | kirurgon | kirurgojn |
kirurgo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kirurgo | kirurgoj |
αιτιατική | kirurgon | kirurgojn |
kirurgo (eo)