Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

kiedyś (pl)

  1. κάποτε
  2. (σε ερωτηματική πρόταση) ποτέ
    pytam czy byłeś kiedyś we Wrocławiu - ρωτάω αν ήσουν ποτέ στο Βρότσουαφ