Ετυμολογία

επεξεργασία
kick ass <  δείτε τις λέξεις kick και ass

kick ass (en) (χυδαίο)

  1. είμαι επιθετικός εναντίον κάποιου
  2. επιβάλλομαι με δύναμη και επιθετικότητα