kero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kero | keroj |
αιτιατική | keron | kerojn |
kero (eo)
- η κούπα (το τραπουλόχαρτο)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kero | keroj |
αιτιατική | keron | kerojn |
kero (eo)