kataifo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kataifo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kataifo | kataifoj |
αιτιατική | kataifon | kataifojn |
kataifo (eo)
- το κανταΐφι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kataifo | kataifoj |
αιτιατική | kataifon | kataifojn |
kataifo (eo)