kasko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kasko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasko | kaskoj |
αιτιατική | kaskon | kaskojn |
kasko (eo)
- το κράνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasko | kaskoj |
αιτιατική | kaskon | kaskojn |
kasko (eo)