kartoĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kartoĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartoĉo | kartoĉoj |
αιτιατική | kartoĉon | kartoĉojn |
kartoĉo (eo)
- το φυσίγγι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartoĉo | kartoĉoj |
αιτιατική | kartoĉon | kartoĉojn |
kartoĉo (eo)