karmino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karmino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karmino | karminoj |
αιτιατική | karminon | karminojn |
karmino (eo)
- το καρμίνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karmino | karminoj |
αιτιατική | karminon | karminojn |
karmino (eo)