karisma
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karisma | karismaj |
αιτιατική | karisman | karismajn |
karisma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karisma | karismaj |
αιτιατική | karisman | karismajn |
karisma (eo)