kanono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kanono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanono | kanonoj |
αιτιατική | kanonon | kanonojn |
kanono (eo)
- το κανόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanono | kanonoj |
αιτιατική | kanonon | kanonojn |
kanono (eo)