kangourou
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kangourou | kangourous |
kangourou (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το καγκουρό
ενικός | πληθυντικός |
kangourou | kangourous |
kangourou (fr) αρσενικό