Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kanat < παλαιά τουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική *Kājnat

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kanat (tr)

  1. φτερό, πτερύγιο (πουλιού, εντόμου, αεροπλάνου, ανεμόμυλου)
  2. πτέρυγα (πολιτικής ή στρατιωτικής παράταξης)
  3. κανάτι (είδος ξύλινου παραθυρόφυλλου χωρίς γρίλιες)

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία