kanat
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kanat < παλαιά τουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική *Kājnat
Ουσιαστικό επεξεργασία
kanat (tr)
- φτερό, πτερύγιο (πουλιού, εντόμου, αεροπλάνου, ανεμόμυλου)
- πτέρυγα (πολιτικής ή στρατιωτικής παράταξης)
- κανάτι (είδος ξύλινου παραθυρόφυλλου χωρίς γρίλιες)