kanabo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kanabo < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanabo | kanaboj |
αιτιατική | kanabon | kanabojn |
kanabo (eo)
- το κανάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanabo | kanaboj |
αιτιατική | kanabon | kanabojn |
kanabo (eo)