Ετυμολογία

επεξεργασία
jobless < job + -less

jobless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άνεργος, χωρίς δουλειά
    παράδειγμα  I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
    Δεν είμαι τεμπέλης κι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
    παράδειγμα  the jobless - οι άεργοι
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unemployed