itératif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- itératif < λατινική iterativus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.te.ʁa.tif/
Επίρρημα επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | itératif | itératifs |
θηλυκό | itérative | itératives |
itératif (fr)