islamiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
islamiste | islamistes |
islamiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
islamiste | islamistes |
islamiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ισλαμιστής / η ισλαμίστρια