irréductible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
irréductible < → δείτε τις λέξεις in- και réductible
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ʁe.dyk.tibl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irréductible | irréductibles |
irréductible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αμείωτος
- που δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο
- ακατανίκητος