Ετυμολογία

επεξεργασία

irréductible <  δείτε τις λέξεις in- και réductible

      ενικός         πληθυντικός  
irréductible irréductibles

irréductible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμείωτος
  2. που δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο
  3. ακατανίκητος
     συνώνυμα: invincible