Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

irréductible < → δείτε τις λέξεις in- και réductible

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʁe.dyk.tibl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
irréductible irréductibles

irréductible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμείωτος
  2. που δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο
  3. ακατανίκητος
     συνώνυμα: invincible