invictus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- invictus < in- + victus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /inˈwik.tus/
Επίθετο
επεξεργασίαinvictus, -a, -um
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | invictus | invicta | invictum | invictī | invictae | invicta |
γενική | invictī | invictae | invictī | invictōrum | invictārum | invictōrum |
δοτική | invictō | invictae | invictō | invictīs | invictīs | invictīs |
αιτιατική | invictum | invictam | invictum | invictōs | invictās | invicta |
κλητική | invicte | invicta | invictum | invictī | invictae | invicta |
αφαιρετική | invictō | invictā | invictō | invictīs | invictīs | invictīs |
Πηγές
επεξεργασία- invictus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.