Ετυμολογία

επεξεργασία
invictus < in- + victus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /inˈwik.tus/

  Επίθετο

επεξεργασία

invictus, -a, -um

  1. ανίκητος, αήττητος
  2. αδιαφιλονίκητος
  3. αδούλωτος, ανυπότακτος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική invictus invicta invictum invictī invictae invicta
γενική invictī invictae invictī invictōrum invictārum invictōrum
δοτική invictō invictae invictō invictīs invictīs invictīs
αιτιατική invictum invictam invictum invictōs invictās invicta
κλητική invicte invicta invictum invictī invictae invicta
αφαιρετική invictō invictā invictō invictīs invictīs invictīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)