• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

invade

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
invade < λατινική invado

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈveɪd/

Ρήμα

επεξεργασία

invade (en)

  1. εισβάλλω, εισορμώ
  2. ενσκήπτω
  3. καταπατώ
  4. εισέρχομαι απρόσκλητος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=invade&oldid=5312992"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 06:46

Γλώσσες

    • Български
    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • English
    • Español
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • ភាសាខ្មែរ
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Norsk
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 06:46.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας