Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
invade
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
invade
<
λατινική
invado
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɪnˈveɪd
/
Ρήμα
επεξεργασία
invade
(en)
εισβάλλω
,
εισορμώ
ενσκήπτω
καταπατώ
εισέρχομαι
απρόσκλητος