Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interpolation interpolations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

interpolation (fr) θηλυκό

  1. η προσθήκη άσχετων λέξεων, φράσεων, κλπ. σε ένα κείμενο
  2. η παρεμβολή
  3. η προσέγγιση μιας αξίας χάρη σε γειτονικές αξίες, το σύνολό τους αποτελώντας μια σειρά