intenco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- intenco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intenco | intencoj |
αιτιατική | intencon | intencojn |
intenco (eo)
- η ένταση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intenco | intencoj |
αιτιατική | intencon | intencojn |
intenco (eo)