instrumentalist
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
instrumentalist | instrumentalists |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
instrumentalist (en)
- οργανοπαίχτης, εκτελεστής μουσικού οργάνου
- (φιλοσοφία), (φυσική) αυτός που θεωρεί την λειτουργικότητα σημαντικότερη από την γνώση του οντικού
- ας λειτουργεί, κι ας σφάλ(λ)ω επί της υποστατότητας του οτιδήποτε· πχ συστημικού στοιχείου, πχ μαθηματική «σκιά» που δίνει το σωστό αποτέλεσμα αλλά δεν αποτελεί πραγματικό σωματίδιο [βλ. Robert Spekkens, όμως παίζει ρόλο η οντική/ontic γνώση σε μεγαλύτερες τάξεις μεγέθους που δύναται να εμφανιστούν νέα φαινόμενα όπως η σκοτεινή ύλη]
Αντώνυμα επεξεργασία
- ontist (οντιστής: αυτός που δεν αρκείται στην λειτουργικότητα αλλά θέλει να γνωρίζει τι όντως υπάρχει)