instrumentalism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
instrumentalism (en)
- (φιλοσοφία) εργαλειασμός, η πρακτική χρήση κάποιας μεθοδολογίας η οποία όμως δεν εξιδανικεύεται ως απόλυτη αλήθεια
- η χρήση θεωριών και μοντέλων που αποδίδουν καλά, χωρίς να υπάρχει ισχυρισμός του εργαλειακού χρήστη (instrumentalist - εργαλειαστή) αυτών των βοηθημάτων ότι αυτά περιγράφουν ακριβώς το τί ισχύει πραγματικά και αναλυτικά σε δομικό επίπεδο
Σημειώσεις επεξεργασία
σπανιότερα αποκαλείται και βοηθητισμός, όμως ο όρος αυτός έχει και άλλη σημασία οπότε αποφεύγεται