instantiation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
instantiation | instantiations |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinstantiation (en)
- εκδοχή
- (πληροφορική) οι εξής περιπτώσεις, σημασιολογικά παρόμοιες:
- (γενικά) η ενέργεια της εκτέλεσης κώδικα προγράμματος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η ενέργεια της δημιουργίας αντικειμένου, από μία κλάση
- → δείτε και τη λέξη instance
- δείτε επίσης: Instance (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- instantiation στην αγγλική Βικιπαίδεια