Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

insourcing (en)

  • προϊόντα ή υπηρεσίες που παράγονται ή παρέχονται σε μία εταιρία με χρήση δικών της μέσων (κτήρια, εξοπλισμός, προσωπικό, κλπ.)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία