insertion
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insertion | insertions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
insertion (fr) θηλυκό
- η ένταξη
- η καταχώρηση
- (βιολογία, γενετική) προσθήκη, καταχώνιασμα (γενετική εισαγωγή κώδικα)
ενικός | πληθυντικός |
insertion | insertions |
insertion (fr) θηλυκό