Επίθετο

επεξεργασία
  1. ανεξιχνίαστος, ανεξακρίβωτος, ανερμήνευτος
      ενικός         πληθυντικός  
inscrutable inscrutables

  Επίθετο

επεξεργασία

inscrutable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεξιχνίαστος, ανεξακρίβωτος, ανερμήνευτος