ino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ino | inoj |
αιτιατική | inon | inojn |
ino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ino | inoj |
αιτιατική | inon | inojn |
ino (eo)