innéiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- innéiste < innéisme
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
innéiste | innéistes |
innéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- → δείτε τη λέξη innéisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
innéiste | innéistes |
innéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- → δείτε τη λέξη innéisme