ενεστώτας injure
γ΄ ενικό ενεστώτα injures
αόριστος injured
παθητική μετοχή injured
ενεργητική μετοχή injuring

Ετυμολογία

επεξεργασία
injure < injury
 

injure (en)

  1. (μεταβατικό) τραυματίζω, βλάπτω
      No one was injured by the bomb.
    Κάνεις δεν τραυματίστηκε από τη βόμβα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη harm
  2. (μεταβατικό) αδικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
injure < injurie < λατινική injuria (αδικία, άδικο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
injure injures

injure (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η αδικία
  2. (λόγιο) η βλάβη που προξενείται από τον χρόνο, τη φύση
  3. η προσβολή, η βρισιά
     συνώνυμα: gros mot, insulte, invective, juron
     αντώνυμα: compliment, éloge, louange

Συγγενικά

επεξεργασία