ingénieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ingénieux | ingénieux |
θηλυκό | ingénieuse | ingénieuses |
Επίθετο επεξεργασία
ingénieux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ingénieux | ingénieux |
θηλυκό | ingénieuse | ingénieuses |
ingénieux (fr) αρσενικό