infuriate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | infuriate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | infuriates |
αόριστος | infuriated |
παθητική μετοχή | infuriated |
ενεργητική μετοχή | infuriating |
ενεστώτας | infuriate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | infuriates |
αόριστος | infuriated |
παθητική μετοχή | infuriated |
ενεργητική μετοχή | infuriating |