ενεστώτας infuriate
γ΄ ενικό ενεστώτα infuriates
αόριστος infuriated
παθητική μετοχή infuriated
ενεργητική μετοχή infuriating

infuriate (en)

  • δαιμονίζω, θυμώνω ή ενοχλώ κάποιον υπερβολικά
    ⮡  It infuriates me to see him lazing around.
    Με δαιμονίζει να τον βλέπω να τεμπελιάζει.