infondato
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | infondato | infondati |
θηλυκό | infondata | infondate |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /in.fonˈda.to/
Επίθετο
επεξεργασίαinfondato (it)
Πηγές
επεξεργασία- infondato - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).